νεφρούς

νεφρούς
νεφρός
kidneys
masc acc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • νεφρικός — ή, ό (ΑΜ νεφρικός, ή, όν) [νεφρός] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους νεφρούς νεοελλ. φρ. α) «νεφρική ανεπάρκεια» ιατρ. παθολογική κατάσταση κατά την οποία οι νεφροί δεν μπορούν να απεκκρίνουν από τον οργανισμό όλες τις τοξικές ουσίες που… …   Dictionary of Greek

  • μέτρηση — (Ιατρ.). Ποσοτική ανίχνευση διαφόρων μεγεθών στον ανθρώπινο οργανισμό. Ενδεικτικά αναφέρονται οι εξής: 1)μ. της αγωγιμότητας των νεύρων. Πρόκειται για μέθοδο μ. της ταχύτητας, με την οποία μεταδίδονται οι ηλεκτρικές ώσεις κατά μήκος ενός νεύρου.… …   Dictionary of Greek

  • νεφρίτιδα — Φλεγμονή του νεφρού. Βλ. λ. νεφροπάθειες. * * * η (Α νεφρῑτις) νεοελλ. οξεία ή χρόνια αμφοτερόπλευρη παρεγχυματική νόσος τών νεφρών που αφορά κυρίως το αγγειακό τους σύστημα ή τον συνδετικό ιστό ανάμεσα στα ουροφόρα σωληνάρια αρχ. 1. παρουσία… …   Dictionary of Greek

  • νεφρός — ο και νεφρό, το (ΑΜ νεφρός, Μ και νεφρό και νεφρόν, τὸ) βιολ. απεκκριτικό και ωσμωρρυθμιστικό όργανο τών σπονδυλοζώων και ορισμένων ασπονδύλων που διατηρεί την ισορροπία τού νερού και τών αλάτων και απεκκρίνει τα υποπροϊόντα τού μεταβολισμού από… …   Dictionary of Greek

  • περινεφρικός — ή, ό, Ν 1. αυτός που βρίσκεται γύρω από τους νεφρούς 2. «περινεφρικό λίπος» λιπώδης ιστός που περικλείει τους νεφρούς. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. perinephric (< περι + νεφρός + κατάλ. ικός). Η λ. μαρτυρείται από το 1890 στην εφημερίδα …   Dictionary of Greek

  • πωρώδης — ῶδες, Α [πῶρος] 1. ο όμοιος με πώρο 2. φρ. «πωρώδης λίθος» ιατρ. πέτρα στους νεφρούς («παχύνονται δέ οἱ χυμοί, καὶ διὰ τοῡτο κατὰ τοὺς νεφροὺς οἱ πωρώδεις λίθοι συνίστανται», Γαλ.) …   Dictionary of Greek

  • обистьѥ — ОБИСТЬ|Ѥ (10), ˫А с. Почки: имъ же мощи съ дв҃домь гл҃ти. ˫ако разгорѣсѧ ср(д)це мое и обисть˫а мо˫а измѣнишасѧ (νεφρούς) ГБ XIV, 44б; еста же та неч(с)тнѣиша и нелѣпа. чресла бо и обисть˫а. (οἱ νεφροί) Там же; Повелѣ зако(н) краи печении. и… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • RENES — Hebr. Gap desc: Hebrew a libidine, cuius in renibus sedes, item Gap desc: Hebrew ab adipe, quô illiti sunt ac obducti: quem eorum adipem ἐπινεφρίδιον appellat HOmerus, Il. φ. v. 204. rationes autem eius varias reddit Philosphus de pargibus Animal …   Hofmann J. Lexicon universale

  • αιματουρία — Η παρουσία αίματος στα ούρα. Αποτελεί σημαντικό εύρημα και μπορεί να οφείλεται σε βλάβη ή φλεγμονή του ουροποιητικού συστήματος ή σε γενική νόσο. Εάν το αίμα εμφανίζεται μόνο στην αρχή της ούρησης συνήθως προέρχεται από την πρόσθια μοίρα της… …   Dictionary of Greek

  • αλάτι — Όρος με τον οποίο στην καθομιλουμένη υποδηλώνεται το χλωριούχο νάτριο (NaCl), που χρησιμοποιείται ευρύτατα στη μαγειρική. Στη φύση υπάρχει στο θαλασσινό νερό (από το οποίο εξάγεται με εξάτμιση στις αλυκές) και σε γεωλογικά κοιτάσματα (ορυκτό… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”